Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

...Κι ενώ ακόμα κάπνιζαν ακόμα πάνω στη θάλασσα τα υπολείμματα του πειρατικού, το "Dei Gloria" πήγε στον πάτο σαν πέτρα.

"Σαν πέτρα" επανέλαβε η Τάνχερ.

Είχε διηγηθεί την ιστορία με ακρίβεια, χωρίς παύσεις ή σχόλια. Ο τόνος της, σκέφτηκε ο Κόυ, ήταν τόσο ουδέτερος όσο αυτός ενός εκφωνητή ειδήσεων στην τηλεόραση. Κι δε διέφυγε της προσοχής του το γεγονός ότι εκείνη είχε ακολουθήσει το νήμα της ιστορίας δίχως να κομπιάσει, παραθέτοντας τις λεπτομέρειες με μεγάλη σιγουριά, ακόμα κι όταν ανέφερε ημερομηνίες. Ακόμα κι η προγραφή της καταδίωξης του "Dei Gloria" ήταν τεχνικά σωστή. Ήταν λοιπόν σαφές; όποιος κι αν ήταν ο λόγος, είχε μάθει καλά το μάθημα. 

"Δεν υπήρξαν επιζώντες από το πειρατικό" συνέχισε. "Όσο για το "Dei Gloria", η θάλασσα ήταν παγωμένη και η ακτή μακριά. Μόνο ένας δεκαπεντάχρονος, ο βοηθός του τιμονιέρη, μπόρεσε να κολυμπήσει ως μια μικρή βάρκα την οποία είχαν ρίξει στο νερό πριν αρχίσει η μάχη... Παρασύρθηκε από τον άνεμο προς τα νοτιοανατολικά και τον μάζεψαν μια μέρα αργότερα πέντε με έξι μίλια νότια της Καρθαγένης".

Η Τάνχερ έκανε μια παύση για να ψάξει το πακέτο της τα τσιγάρα Players, όπως στη Βαρκελώνη. Ο Κόυ την είδε ν' αφαιρεί σχολαστικά τη ζελατίνα και να βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του πρόσφερε, κι αυτός αρνήθηκε με το κεφάλι. 

"Όταν ο νεαρός οδηγήθηκε στην Καρθαγένη" -έσκυψε για να ανάψει το τσιγάρο της μ' ένα σπίρτο, προστατεύοντας της φλόγα με τη φούχτα της- "διηγήθηκε τα συμβάντα στις ναυτικέ αρχές. Δεν μπόρεσε όμως να φωτίσει περισσότερο τα πράγματα. Ήταν εξαντλημένος από τη μάχη κι το ναυάγιο. Την επόμενη, όταν θα συνέχιζε την κατάθεσή του, ο νεαρός χάθηκε... Είχε ωστόσο δώσει σημαντικά στοιχεία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ανέφερε επιπλέον με ακρίβεια το σημείο της βύθισης, γιατί ο καπετάνιος το "Dei Gloria", με το πρώτο φως της ημέρας, είχε διατάξει να προσδιορίσουν τη θέση τους, κι ήταν ο νεαρός που του ανατέθηκε να την καταγράψει στο ημερολόγιο του σκάφους. Είχε επίσης στην τσέπη της καζάκας του, και μπόρεσε να το δείξει, το χαρτί όπου είχε σημειώσει με μολύβι το γεωγραφικό πλάτος και μήκος... Είπε ακόμα ότι οι χάρτες που χρησιμοποιούσαν στο πλοίο και που πάνω τους είχαν γίνει όλοι οι υπολογισμοί από τότε που βρέθηκαν κοντά στην ισπανική ακτή ήταν αυτοί του Ουρρούτια".

Σταμάτησε πάλι καθώς φυσούσε τον καπνό, με το ένα χέρι να στηρίζει τον αγκώνα του άλλου, που ήταν σηκωμένο για να κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλα το τσιγάρο. Έκανε την παύση σα να ήθελε να δώσει χρόνο στον Κόυ να εκτιμήσει τη σημασία της τελευταίας λεπτομέρειας, η οποία είχε αναφερθεί με τόσο απαθές ύφος όσο και τα υπόλοιπα. Εκείνος έπιασε τη μύτη του, χωρίς να πει τίποτα. Αυτό κρυβόταν λοιπόν, σκεφτόταν, πίσω από την ιστορία: ένα βυθισμένο πλοίο κι ένας χάρτης. Μετά κούνησε το κεφάλι κι ήταν έτοιμος να ξεσπάσει στα γέλια, όχι από δυσπιστία - αυτές οι ιστορίες μπορεί να είχαν τόση αλήθεια όση και χίμαιρα, χωρίς η μία ν' αποκλείει την άλλη-, αλλά από καθαρή, απλή ευχαρίστηση. Αυτή η αίσθηση ήταν σχεδόν φυσική. Μια θάλασσα, ένα μυστήριο. Μια ωραία γυναίκα να διηγείται, κι εκείνος καθισμένος απέναντί της να ακούει. Το αν η ιστορία ήταν αυτό εκείνη νόμιζε πως ήταν είχε ελάχιστη σημασία. Για τον Κόυ το θέμα ήταν άλλο. Ένα συναίσθημα που τον συγκινούσε, σαν εκείνη η παράξενη γυναίκα να είχε σηκώσει ξαφνικά μιαν άκρη του πέπλου, ένα άνοιγμα από το οποίο πρόβαλλε κάτι από την ιδιόμορφη ύλη από την οποία υφαίνονται κάποια όνειρα. Αυτό ίσως είχε μεγάλη σχέση μ' εκείνη και τις προθέσεις της, τις οποίες αγνοούσε. Κυρίως όμως είχε μεγάλη σχέση με τον ίδιο. Με αυτό που κάνει κάποιους άντρες να βάζουν το ένα πόδι πάνω στο άλλο και να ανατρέχουν στις διαδρομές τους στη θάλασσα, κι εκεί να σεργιανίζουν στα λιμάνια, ενώ ονειρεύονται να βρεθούν ασφαλείς πίσω από τον ορίζοντα. Γι αυτό ο Κόυ χαμογέλασε χωρίς να πει τίποτα, και είδε πως εκείνη έκλεινε λίγο περισσότερο τα μάτια, σαν να την ενοχλούσε ο καπνός του ίδιου της του τσιγάρου. Ήξερε όμως πως αυτό που την ενοχλούσε, που της προκαλούσε αμηχανία, ήταν ακριβώς το χαμόγελό του. Δεν ήταν διανοούμενος ούτε ελκυστικός, και δε διέθετε τις κατάλληλες λέξεις. Είχε επίσης επίγνωση της μέτριας εμφάνισής του, των χοντροφτιαγμένων χεριών του και των τρόπων του. Θα είχε όμως σηκωθεί εκείνη τη στιγμή και θα είχε σκύψει να της αγγίξει το πρόσωπο, να της φιλήσει τα μάτια, το στόμα, τα χέρια, αν δεν υπέθετε ότι η εκείνη θα εκλαμβανόταν αρνητικά. Για να την ξαπλώσει στο χαλί, να πλησιάσει τα χείλη του στο αυτί της και να την ευχαριστήσει χαμηλόφωνα που τον έκανε να χαμογελάσει όπως όταν ήταν παιδί. Που ήταν μια ωραία γυναίκα και τον γοήτευε έτσι. Που του θύμισε ότι υπήρχε πάντα ένα βυθισμένο πλοίο, ένα νησί, ένα καταφύγιο, μια περιπέτεια,  ένα μέρος κάπου στην άλλη πλευρά της θάλασσας, στην συγκεχυμένη γραμμή όπου μπλέκονται τα όνειρα με τον ορίζοντα.

"Το πρωί" είπε εκείνη "ισχυρίστηκες πως ξέρεις καλά αυτή την ακτή... Είναι αλήθεια;"
Τον κοιτούσε ερωτηματικά, ακίνητη, με το ένα χέρι ακόμα να στηρίζει τον αγκώνα του άλλου και το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, ψηλά. Ήθελα πολύ να ξέρω, σκέφτηκε εκείνος, πώς είναι κομμένο αυτό το μαλλί, ώστε να είναι τόσο ασύμμετρο και ταυτόχρονα τόσο τέλειο. Θα ήθελα πολύ να ξέρω πώς το πετυχαίνει. 

"Αυτή είναι η πρώτη από τις τρεις ερωτήσεις;"

"Ναι"

Σήκωσε λίγο τους ώμους. 

"Φυσικά και είναι αλήθεια. Όταν ήμουν μικρός, έκανα μπάνιο στα λιμανάκια της, και μετά ταξίδεψα εκεί εκατοντάδες φορές, πολύ κοντά στην ακτή, αλλά και στην ανοιχτή θάλασσα".

"Ξέρεις να προσδιορίζεις μια θέση με παλιούς χάρτες;"

Πρακτική. Αυτή ήταν η λέξη. Ήταν μια πρακτική γυναίκα: βαλές, ντάμα και ρήγας. Θα έλεγε κανείς, διασκεδάζοντάς το, ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει δουλειά. 

"Αν αναφέρεσαι στον Ουρρούτια, κάθε πιθανή ανακρίβεια ενός πρώτου στο γεωγραφικό μήκος η πλάτος αντιστοιχεί σε λάθος ενός μιλίου..." Σήκωσε το χέρι κουνώντας το μπροστά του, σαν ν' αναφερόταν σ' ένα φανταστικό χάρτη. "Στη θάλασσα είναι πάντα κάτι πολύ σχετικό, μπορώ όμως να το προσπαθήσω". 

Απέμεινε σκεφτικός.Τα πράγματα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Τουλάχιστον κάποια απ' αυτά. Ο Θας του έδωσε άλλη μια γλειψιά όταν άπλωσε το χέρι προς το ποτήρι του.

"Στο κάτω κάτω" -ήπιε μια γουλιά- "είναι δουλειά μου".

Εκείνη είχε καθίσει σταυροπόδι και κουνούσε ένα από τα πόδια της, χωρίς παπούτσια, μέσα στο μαύρο καλσόν. Έγερνε λίγο το κεφάλι προς τη μια πλευρά, κοιτάζοντάς τον. Σε τέτοιες περιστάσεις, ο Κόυ ήξερε πως αυτό σήμαινε σκέψη ή υπολογισμό. 

"Θα εργαζόσουν για μας;" Τον παρατηρούσε πάντα, έντονα, μέσα από τον καπνό του τσιγάρου. "Με αμοιβή βέβαια".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου