Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ο τύπος στο βενζινάδικο στεκόταν ακίνητος, βλέποντάς τον να πλησιάζει. Ο Κόυ προχώρησε προς το μέρος του, με τα χέρια στις τσέπες του σακακιού και νιώθοντας μιαν έντονη εσωτερική ενέργεια, μια ζωτική έξαρση που του προκαλούσε τη διάθεση να φωνάξει, να γελάσει δυνατά ή να παλέψει, είτε παρέα με το Πλήρωμα Σάντερς είτε όχι. Ήταν ερωτευμένος σα μοσχάρι, είχε επίγνωση της κατάστασης, κι αυτό, αντί να τον ανησυχήσει, τον διέγειρε. Κατά την άποψή του, οι ναύτες του Οδυσσέα που βούλωσαν τ' αυτιά τους με κερί για να μην ακούνε το τραγούδι των Σειρήνων δεν ήξεραν τί έχαναν. Στο κάτω κάτω, όπως λέει και το παλιό ποιηματάκι, ναυτικός χωρίς τίποτα να κάνει πλοίο ή γυναίκα ψάχνει. Κι αυτή η δικαιολογία άξιζε όσο καμία άλλη. Η περιπέτεια, ή ό,τι ήταν όλα αυτά, περιλάμβανε στο ίδιο πακέτο ενα πλοίο, έστω βυθισμένο, και μια γυναίκα. Όσο για τις συνέπειες των βημάτων, των πράξεων και των μπλεξιμάτων στις οποίες το πλοίο η γυναίκα και η δική του ψυχική κατάσταση τον οδηγούσαν αναπόφευκτα, εκείνη τη στιγμή -σύμφωνα με τις σκέψεις του εκφρασμένες με λόγια- δεν του καιγόταν καρφί.

Έφτασε έτσι στο βενζινάδικο απέναντι και πήγες κατευθείαν προς τον τύπο που κρατούσε σκοπιά δίπλα στην φωτισμένη αντλία, και, καθώς μείωνε την απόσταση, αισθανόταν πάλι την οικειότητα που είχε βιώσει καθώς τον παρατηρούσε από το παράθυρο. Κι όταν βρέθηκε σχεδόν πλάι του, κι εκείνος τον κοιτούσε να πλησιάζει μ' εμφανή καχυποψία, άρχισε το μυστήριο να ξεδιαλύνεται και ήρθε στη μνήμη του ο κοντούλης τύπος της δημοπρασίας, εκείνος που αργότερα νόμισε πως είδε στις αψίδες της πλατείας Ρεάλ και που τώρα, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία, βρισκόταν πάλι μπροστά του, μ' ένα πράσινο ημίπαλτο τριών τετάρτων, σαν να ήταν έτοιμος για μια παρωδία πρωινού κυνηγιού στο Σάσσεξ. Αυτός ο τόνος παρωδίας ενισχυόταν από το μικρό του ανάστημα και από τα χαρακτηριστικά του, που ο Κόυ τα θυμόταν καλά: γουρλωτά μάτια, μελαγχολική έκφραση. Επίσης η εγγλέζικη ενδυμασία του ερχόταν σε αντίθεση με την έντονα μεσογειακή του όψη: τα μάτια και το μουστάκι πολύ μαύρα, τα μαλλιά με τζελ που γυάλιζε στους κροτάφους, και το δέρμα πελιδνό, νότιο. 

"Τί παπάρια γυρεύεις;"

Πλησίασε λίγο περισσότερο από το πλάι, για κάθε ενδεχόμενο, με τα χέρια λίγο απομακρυσμένα από το σώμα και τους μυς τεντωμένους. Γιατί πάνω από μία φορά είχε δει πως άτομα μικρού αναστήματος τινάζονταν ξαφνικά και ορμούσαν με δαγκωνιές ή τράβαγαν ένα σουγιά και σ' έστελναν στον αγύριστο πριν βγάλεις κιχ. Εκείνος πάντως φαινόταν να απέχει πολύ από κάτι τέτοιο, ίσως γιατί τα ρούχα του τού έδιναν μια όψη μεταξύ σοβαρού και γελοίου, σαν μια διασταύρωση Ντάννυ ντε Βίτο και Πήτερ Λόρρε που είχε μόλις ντυθεί στο "Barbour" για να κάνει μια βόλτα στην αγγλική ύπαιθρο κάποια βροχερή μέρα.

"Συγγνώμη;"

Ο τύπος χαμογελούσε μελαγχολικά. Ο Κόυ κατέγραψε μιαν αόριστη λατινοαμερικάνικη προφορά. Αργεντίνος ίσως. Ή Ουρουγουανός. 

"Μια συνάντηση μπορεί να είναι τυχαία" είπε. "Δύο σύμπτωση. Τρεις, μου πιάνεις τα παπάρια".

Ο άλλος φάνηκε να σκέφτεται το θέμα. Ο Κόυ παρατήρησε ότι φορούσε ένα παπιγιόν μεπολύ καλά φτιαγμένο κόμπο και ότι τα καφέ του παπούτσια γυάλιζαν άψογα.

"Δεν καταλαβαίνω τί εννοείτε" είπε τελικά.

Είχε χαμογελάσει λίγο περισσότερο. Ένας ευγενικός και κάπως πικραμένος μορφασμός. Είχε πρόσωπο καλού, ευγενικού ανθρώπου, που το μουστάκι τον έδειχνε μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε να ήταν. Τα γουρλωτά του μάτια χαμογελούσαν επίσης, καρφωμένα στον Κόυ. 

"Εννοώ" είπε αυτός "ότι έχω βαρεθεί να σε βλέπω παντού".

"Σας επαναλαμβάνω ότι δεν καταλαβαίνω σε τί αναφέρεστε". Εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με πολύ σιγουριά. "Εν πάση περιπτώσει, αν σε κάτι σας ενόχλησα, πιστέψτε με ότι λυπάμαι".

"Θα λυπηθείς περισσότερο αν δεν μου πεις τί ζητάς".

Ο άλλος σήκωσε τα φρύδια, σαν να τον κατέπλησσαν αυτά τα λόγια. Φαινόταν ειλικρινά στεναχωρημένος από την απειλή. Δεν είναι πρέπον, έλεγε η έκφρασή του. Δεν είναι σωστό να λέει τέτοια πράγματα ένα καλό παιδί σαν εσένα.

"Ας το διαπραγματευτούμε, κύριε Απολίτιστε" είπε.

"Τί παπάρια εννοείς;"

"Θέλω να πω, κύριε, ας μη χάνουμε την ηπιότητα του χαρακτήρα μας".

Μου τη σπάει, σκέφτηκε ο Κόυ. Αυτός ο τσόγλανος με δουλεύει. Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο μεταξύ του να δώσει μια γροθιά στη μούρη, εκεί που βρίσκονταν, ή να τον σπρώξει σε μια γωνιά και να του ψάξει τις τσέπες, για να δει ποιος διάβολος ήταν. Ήταν έτοιμος ν' αποφασίσει, όταν είδε τον άντρα του βενζινάδικου να βγαίνει έξω και να τους κοιτάζει περίεργα. Μη κάνω καμιά γκάφα, σκέφτηκε. Μη πιαστούμε στα χέρια και γίνει σκάνδαλο, και μετά άντε να μαζεύουμε τα συντρίμμια. Κοίταξε ψηλά, προς το παράθυρο του τελευταίου ορόφου. Όλα ήταν σκοτεινά. Ή είχε αποσυρθεί ή παρέμενε εκεί, χωρίς φως που να προδίδει την παρουσία της, και να τους παρατηρούσε. Ο Κόυ έπιασε τη μύτη του, αμήχανος. Άσχημη κατάσταση. Τότε, είδε ότι ο μελαγχολικός νάνος είχε κινηθεί λίγο προς το πεζοδρόμιο και σταματούσε ένα ταξί. Σαν ένα πιόνι του σκακιού που αλλάζει τετράγωνο.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου